- σεξουαλικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σεξουαλικότητα και στον σεξουαλισμό, γενετήσιος, αφροδίσιος2. (για πρόσ.) α) ερωτικόςβ) λάγνος, προκλητικός3. φρ. α) «σεξουαλικά γνωρίσματα» — τα μορφολογικά και ψυχολογικά γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν και προσδιορίζουν κάθε φύλοβ) «σεξουαλική πράξη»i) η συνουσίαii) κάθε τρόπος ικανοποίησης τής γενετήσιας ορμήςγ) «σεξουαλική ανεπάρκεια [ή ανικανότητα]» — οι διάφορες ατέλειες ή ανεπάρκειες που εμφανίζονται κατά τη σεξουαλική πράξη ή κατά την εξέλιξη και διαμόρφωση τής σεξουαλικότητας στον άνδρα ή στη γυναίκαδ) «σεξουαλική υγεία»(ιατρ.-ψυχ.-κοινων.) η ολοκλήρωση τής σωματικής, συναισθηματικής, διανοητικής και κοινωνικής υπόστασης τού όντος το οποίο καθορίζεται με ένα από τα δύο φύλα, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται ο πλουτισμός και η χαρά τής ανθρώπινης προσωπικότητας, τής επικοινωνίας και τής αγάπηςε) «σεξουαλική επιθυμία» — επιθυμία για σεξουαλική ικανοποίηση, γενετήσια ορμήστ) «σεξουαλική συμπεριφορά» — κάθε δραστηριότητα η οποία προκαλεί σεξουαλική διέγερσηζ) «σεξουαλική απόκλιση» — η σεξουαλική συμπεριφορά ενός ατόμου, οι ορμές τού οποίου βρίσκουν ικανοποίηση όχι στη συνουσία με έναν σεξουαλικό σύντροφο αντίθετου φύλου και σχετικά συμβατής ηλικίας, αλλά έξω από αυτήνη) «σεξουαλική διαστροφή» — καθετί που αποκλίνει από τη φυσιολογική σεξουαλική συμπεριφορά και θεωρείται ηθικώς μεμπτό.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sexual < λατ. sexualis < sexus «φύλο»].
Dictionary of Greek. 2013.